- κοπανέλι
- κοπανέλι, το και κοπανάκι, το1. είδος πλεξίματος δαντέλας.2. το όργανο με το οποίο γίνεται αυτό το πλέξιμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Μουσείο, Λαογραφικό και Ναυτικό Ιθάκης — Το Λαογραφικό και Ναυτικό Μουσείο της Ιθάκης ανήκει στο δήμο και λειτουργεί από το 1996 στο ανακατασκευασμένο κτίριο του παλαιού ηλεκτρικού σταθμού. Στην αίθουσα του ισογείου, δεξιά, θα έχετε την ευκαιρία να δείτε μια πολύ πλούσια συλλογή από… … Dictionary of Greek
δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό και Ιστορικό Αίγινας — Στεγάζεται από τον Ιούνιο του 1997 στον πρώτο όροφο του αρχοντικού του λαογράφου και συγγραφέα Παναγή Ηρειώτη (οδός Σπύρου Ρόδη). Η συλλογή του αποτελείται από παραδοσιακά ελληνικά έπιπλα του τέλους του 19ου αι., αντικείμενα οικιακής χρήσης και… … Dictionary of Greek